σκύψιμο
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
το, Ν
η κάμψη του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- του αορ. έ-σκυψ-α του σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].