στροφέας
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
Greek Monolingual
ο / στροφεύς, -έως, ΝΑ
1. ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα, αλλ. άτλας ή επιστροφέας
2. θηλυκωτήρι το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και πάνω στο οποίο, καθώς αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, γίγγλυμος, κν. μεντεσές
νεοελλ.
τεχνολ. α) κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο ένα εξάρτημα δέχεται μια περιστροφή, στρόφιγγα
β) το στρεφόμενο τμήμα άξονα ή ατράκτου το οποίο στηρίζεται πάνω στο έδρανο
αρχ.
τμήμα παγίδας για νυφίτσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. ραφεύς)].