σφάξιμο
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
το, Ν
1. σφαγή
2. φρ. «θέλει σφάξιμο»
μτφ. του χρειάζεται αυστηρή τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφαξα του σφάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].