τραπεζάριον
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
τὸ, Μ
αίθουσα εστιάσεως, τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].