τριβάδα
From LSJ
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
η / τριβάς, -άδος, ΝΜΑ
γυναίκα ομοφυλόφιλη, λεσβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριβ- του τρίβω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στιβάδα)].