προπάροιθεν
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
v. προπάροιθε.
French (Bailly abrégé)
dev. une cons. προπάροιθε;
adv. et prép.
I. adv. 1 en avant, devant;
2 auparavant, autrefois;
II. prép. 1 en avant de, devant, gén. ; le long de, gén.;
2 avec idée de temps avant, gén..
Étymologie: πρό, πάροιθεν.
English (Slater)
προπάροιθεν prep. c. gen., before Μελαμφύλλου προπάροιθεν (Pae. 2.70)
Greek Monolingual
Α
Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.)
1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ.
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.)
2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.)
II. (ως επίρρημα)
1. τοπ. μπροστά («δόμοι ἠχήεντες... δεινὸς δὲ Κύων προπάροιθε φυλάσσει», Ησίοδ.)
2. χρον. προηγουμένως, στο παρελθόν («τῶν προπάροιθεν εὐγενετᾱν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάροιθε(ν) «μπροστά σε κάποιον, ενώπιον»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πάροιθε(ν), poët. adv. van plaats vooraan, ervóór:. προπάροιθε κιών voorop gaan Il. 15.260; κύων προπάροιθε φυλάσσει ervoor houdt een hond de wacht Hes. Th. 769. van tijd tevoren, eerder:; τὸν δ’ Ὀδυσεὺς προπάροιθε ἰδῶν toen Odysseus hem als eerste zag Il. 10.476; attrib.. τῶν προπάροιθ’ εὐγενετᾶν van de vroegere adel Eur. Phoen. 1510. prep. met gen., vaak postpos. van plaats voor:; ὑμείων προπάροιθε voor jullie uit Il. 4.348; προπάροιθε θυράων voor de deur Od. 1.107; overdr.. τῆς δ’ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν voor de deugd hebben de goden zweet geplaatst (d.w.z. je moet er moeite voor doen) Hes. Op. 289. van tijd voor:. προπάροιθεν νομίμων voor de gebruikelijke tijd Aeschl. Sept. 334.
German (Pape)
= προπάροιθε.