τρωξαλλίδα

From LSJ
Revision as of 16:36, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

η / τρωξαλλίς, -ίδος, ΝΑ
είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ- του ρ. τρώγω (πρβλ. μέλλ. τρώξ-ομαι) + υποκορ. κατάλ. -αλλίς (πρβλ. πυραλλίς)].