σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
η / τρωξαλλίς, -ίδος, ΝΑείδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ- του ρ. τρώγω (πρβλ. μέλλ. τρώξ-ομαι) + υποκορ. κατάλ. -αλλίς (πρβλ. πυραλλίς)].