τρωξ
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
ο / τρώξ, -ωγός, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. κοσμοπολίτικο κολεόπτερο έντομο που κατά το προνυμφικό στάδιο ανάπτυξής του τρέφεται με τρίχες και φτερά
αρχ.
1. αυτός που τρώει, που ροκανίζει κάτι και, κυρίως, σκουλήκι τών οσπρίων
2. (κατά τον Ησύχ.) τρώγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από το θ. τρωγ- του ρ. τρώγω με κατάλ. -ς. Η λ. με την σημ. «τρώγλη» είτε αποτελεί ειδική χρήση του τ. τρώξ είτε προήλθε με ανομοίωση από τη λ. τρώγλη.