τρωξ

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

ο / τρώξ, -ωγός, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. κοσμοπολίτικο κολεόπτερο έντομο που κατά το προνυμφικό στάδιο ανάπτυξής του τρέφεται με τρίχες και φτερά
αρχ.
1. αυτός που τρώει, που ροκανίζει κάτι και, κυρίως, σκουλήκι τών οσπρίων
2. (κατά τον Ησύχ.) τρώγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από το θ. τρωγ- του ρ. τρώγω με κατάλ. -ς. Η λ. με την σημ. «τρώγλη» είτε αποτελεί ειδική χρήση του τ. τρώξ είτε προήλθε με ανομοίωση από τη λ. τρώγλη.