Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Full diacritics: τρόχῐμος | Medium diacritics: τρόχιμος | Low diacritics: τρόχιμος | Capitals: ΤΡΟΧΙΜΟΣ |
Transliteration A: tróchimos | Transliteration B: trochimos | Transliteration C: trochimos | Beta Code: tro/ximos |
ον, running, hastening, S.Fr.240 (lyr.).
-ον, Α
αυτός που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσιμος)].