τρόχιμος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόχῐμος Medium diacritics: τρόχιμος Low diacritics: τρόχιμος Capitals: ΤΡΟΧΙΜΟΣ
Transliteration A: tróchimos Transliteration B: trochimos Transliteration C: trochimos Beta Code: tro/ximos

English (LSJ)

τρόχιμον, running, hastening, S.Fr.240 (lyr.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσιμος)].