φαρμακίων
From LSJ
English (LSJ)
ωνος, ὁ, pharmacist, nickname of Asclepiades Junior, Gal.13.441.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
(ως ειρωνικό παρωνύμιο του Ασκληπιάδου του νεώτερου) παρασκευαστής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίων (πρβλ. ἀκανθίων)].