φτερούγα
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
Greek Monolingual
η, Ν
πτέρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. πτερύγι-ον, υποκορ. του πτέρυξ, -υγος με μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλα), με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ- και τροπή του -υ- σε -ου- υπό την επίδραση του ουρανικού -γ- που ακολουθεί (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σηπία: σουπιά)].