φλέϊνος
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
English (LSJ)
η, ον, made from the plant φλέως, Phryn.262.
German (Pape)
[Seite 1291] von der Pflanze φλέως gemacht, s. Lob. zu Phryn. 293.
Greek (Liddell-Scott)
φλέϊνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ τοῦ φυτοῦ φλέω (ἴδε ἐν λ. φλέως), Φρύνιχ. 293, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.
Greek Monolingual
-ΐνη, -ον, Α
κατασκευασμένος από το φυτό φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέως «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].