οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
η, Ν1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα)].