ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
-άω, Νχολιάζω («κι ουδέ μανίζει, ουδέ χολιά, αμή πολλά τσ' αρέσει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. -ιώ (πρβλ. ωχριώ)].