χιονίστρα
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες
ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα
2. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού κολχικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα).