ὀβολίας

From LSJ
Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

German (Pape)

[Seite 289] ἄρτος, ό, ein Brot, das für einen Obol verkauft wird, Ar. frg. bei B. A. 111, s. ὀβελίας.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολίᾱς: adj. m ценой в один обол (ἄρτος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολίας: ἴδε ὀβελίας.

Greek Monolingual

ὀβολίας, ὁ (Α)
(δ. τ. του ὀβελίας)
1. ψωμί ψημένο σε σούβλα
2. αυτός που πουλιέται έναν οβολό («ὀβολίας ἄρτους», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελίας)].