ὀβολίας
From LSJ
German (Pape)
[Seite 289] ἄρτος, ό, ein Brot, das für einen Obol verkauft wird, Ar. frg. bei B. A. 111, s. ὀβελίας.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολίᾱς: adj. m ценой в один обол (ἄρτος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀβολίας: ἴδε ὀβελίας.
Greek Monolingual
ὀβολίας, ὁ (Α)
(δ. τ. του ὀβελίας)
1. ψωμί ψημένο σε σούβλα
2. αυτός που πουλιέται έναν οβολό («ὀβολίας ἄρτους», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελίας)].