χορτοβολώνας
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
ο / χορτοβολών, -ῶνος, ΝΜΑ
αποθήκη ξερού χόρτου, χορταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. -ών (πρβλ. σιτοβολών)].