ὀνομαστήρια
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 349] τά, sc. ἱερά, Feier des Namenstages, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστήρια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτῆ, ἡ ἐπέτειος τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ἔλαβέ τις τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 360Β.
Greek Monolingual
ὀνομαστήρια, τὰ (Α)
επέτειος της ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολαστήριος)].