χουρμαδιά

From LSJ
Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

και κουρμαδιά, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ-ες, πληθ. της λ. χουρμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. καρυδιά)].