περίγελως

From LSJ
Revision as of 13:08, 12 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek (Liddell-Scott)

περίγελως: -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς αἰτία γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.

Greek Monolingual

περίγελος και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, -ωτος, Α
1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία
2. το αντικείμενο της χλεύης, ο καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο].