ἐγκατακλίνω

Revision as of 15:17, 12 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῑ], put to bed in a place, Ar.Pl. 621:—Pass., ἐγκατακλίνομαι = lie down in, σισύραν ἐγκατακλῐνῆναι μαλθακήν Id.Av. 122; ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.

Spanish (DGE)

1 acostar τὸν θεὸν ἐγκατακλινοῦντ' ἄγωμεν εἰς Ἀσκληπιοῦ llevemos al dios (Pluto) para acostarlo al templo de Asclepio para que recobre la vista, Ar.Pl.621
reclinar, recostar ἐπὶ τὸ ἰσχίον Hp.Steril.248.
2 en v. med.-pas. recostarse, acostarse ὥσπερ σισύραν ἐγκατακλινῆναι μαλθακήν (una ciudad) como un cobertor suave para acostarse Ar.Au.122, cf. Arist.Pr.881b36, cf. Plu.2.356c, 989f, en un templo para practicar la incubatio εἰς Ἀσκληπιοῦ ἐγκατακλιθεὶς σωθείς τε ... ἀναβεβίωκα Com.Adesp.1001.10, εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.

German (Pape)

[Seite 705] darin niederlegen; Ar. Plut. 620. – Pass., ἐγκατακλιθῆναι, sich darin lagern; τινί, Ar. Av. 121; Plut. Gryll. 6.

French (Bailly abrégé)

étendre ou coucher sur;
Moy. ἐγκατακλίνομαι se coucher dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, κατακλίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατακλίνω: (ῑ) класть в постель, укладывать Arph.; pass. Arph., Arst. и med. ложиться (μαλθακῷ πηλῷ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακλίνω: ῑ, κατακλίνω τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 621: ― Παθ., κατακλίνομαι ἔν τινι τόπῳ, ὁ αὐτ. Ὄρν. 122· ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 27.

Greek Monolingual

ἐγκατακλίνω (Α)
ξαπλώνω κάποιον μέσα (σε ιερό).

Greek Monotonic

ἐγκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, βάζω κάποιον για ύπνο σε κάποιο μέρος, σε Αριστοφ. — Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω σε, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to put to bed in a place, Ar.:—Pass. to lie down in, Ar.