ηραίος

From LSJ
Revision as of 06:50, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

ἡραῖος, -αία, -ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α)
1. αυτός που ανήκει στην Ήρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῖον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν)
ναός της Ήρας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῖα
γιορτή προς τιμήν της Ήρας
4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῖος (ενν. μήν)
μήνας του Δελφικού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήρα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ερμαίος)].