ηραίος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ἡραῖος, -αία, -ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α)
1. αυτός που ανήκει στην Ήρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῖον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν)
ναός της Ήρας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῖα
γιορτή προς τιμήν της Ήρας
4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῖος (ενν. μήν)
μήνας του Δελφικού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήρα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ερμαίος)].