Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
ἰαύω (Α)
διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-ι-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ιαύσω, αόρ. ιαύσαι), το οποίο ανάγεται σε ρίζα au- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω» (πρβλ. αυλή). Το ρ. ιαύω πιθ. να συνδέεται με το ενιαυτός].