μητρόμοιος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
German (Pape)
[Seite 180] der Mutter ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόμοιος: -ον, ὁ ὅμοιος τῇ ἑαυτοῦ μητρί, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854, κτλ.
Greek Monolingual
μητρόμοιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που είναι όμοιος με τη μητέρα του.
επίρρ...
μητρομοίως (ΑΜ)
με ομοιότητα προς τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὅμοιος (πρβλ. ανθόμοιος)].