ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
το, Νψίχουλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. -αλο (πρβλ. ρόπαλο)].