παχύχυμος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ον, with thick juices, Id.6.261, Alex.Aphr.Pr.1.52, etc.
German (Pape)
[Seite 540] = Vorigem, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύχῠμος: -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», Αλέξ. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + χυμός (πρβλ. κακόχυμος)].