Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
-υ, Μκάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].