συγχωρητικός
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
ή, όν, assigning a place to . ., νοῦς συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
German (Pape)
[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.