χρήννυμι
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1374] = χράομαι, wahrscheinliche Lesart bei Theophr. char. 5.
Greek Monolingual
και χρηννύω Α
(πιθ. γρφ.) χρησιμοποιούμαι, χρῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔχρησα του ρ. χρῶ (II), κατά το σχήμα ἐσκέδασα: σκεδά-ννυμι. Παρλλ. προς τον τ. χρήννυμι απαντά και τ. χρηννύω με μετάβαση στη θεματική κλίση].