επίμεμπτος

From LSJ
Revision as of 18:19, 28 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμεπτος, -ον) επιμέμφομαι
αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή»)
αρχ.
αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.

Translations