ἐνδεύω
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
(A), Aeol.for ἐνδέω (B),
A to be wanting, IG12(2).6 (Mytilene).
(B), soak or dye in, βάμματι Nic.Al.414 (Med.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἐνιδ- ISmyrna 522(b).9 (II/I a.C.)
1 mojar, empapar c. dat. instrum. πατρὸς κόλπους ἐνιδεύσας αἵματος ... νοτίσιν ISmyrna l.c., en v. med. mismo sent. (λάχνην) βάμματι Nic.Al.414, en v. pas. τὰ σιτία ἐνδεδευμένα τῷ τοιούτῳ χυμῷ Aët.9.10.
2 empapar de, impregnar fig. διὰ τῆς παιδείας ... ἐνέδευσε τοῖς ἤθεσι τῶν παίδων τοὺς νόμους Plu.Comp.Lyc.Num.4.
eol. faltar impers. αἰ δέ κέ τι ἐνδεύη τῶ ψαφίσματος si hubiese alguna omisión en el decreto, SEG 36.752.37 (Mitilene IV a.C.), cf. 2 ἐνδέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεύω: Δωρ. ἀντὶ ἐνδέω, Ἐπιγρ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 216 β. 32.