κόρμος
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
Cret., = κόσμος, GDI5024,al.
Greek Monolingual
(I)
κόρμος, ὁ (Α)
(στην Κρήτη) ο ανώτατος άρχοντας, κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητικός τ. του κόσμος με σημ. «ανώτατος άρχων»].
(II)
ο
βοτ. κοντός διογκωμένος υπόγειος μεταμορφωμένος βλαστός που αποτελεί όργανο αποταμίευσης θρεπτικών ουσιών και μέσο αγενούς πολλαπλασιασμού σε γένη όπως τα crocus, cradiolus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corm (πρβλ. κορμός)].