κόρμος

From LSJ
Revision as of 16:07, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρμος Medium diacritics: κόρμος Low diacritics: κόρμος Capitals: ΚΟΡΜΟΣ
Transliteration A: kórmos Transliteration B: kormos Transliteration C: kormos Beta Code: ko/rmos

English (LSJ)

Cret., = κόσμος, GDI5024,al.

Greek Monolingual

(I)
κόρμος, ὁ (Α)
(στην Κρήτη) ο ανώτατος άρχοντας, κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητικός τ. του κόσμος με σημ. «ανώτατος άρχων»].
(II)
ο
βοτ. κοντός διογκωμένος υπόγειος μεταμορφωμένος βλαστός που αποτελεί όργανο αποταμίευσης θρεπτικών ουσιών και μέσο αγενούς πολλαπλασιασμού σε γένη όπως τα crocus, cradiolus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corm (πρβλ. κορμός)].