περιτράχηλος
From LSJ
English (LSJ)
περιτράχηλον, = περιτραχήλιος (round the neck, neckpiece, gorget) Ι, ἅλυσις PSI 10.1116.6 (ii AD) ; ἀλγηδών Hsch. s.v. βραγχία.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
περιτραχήλιος («περιτράχηλος ἅλυσις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τράχηλος.