Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Full diacritics: φαλίπτει | Medium diacritics: φαλίπτει | Low diacritics: φαλίπτει | Capitals: ΦΑΛΙΠΤΕΙ |
Transliteration A: phalíptei | Transliteration B: phaliptei | Transliteration C: faliptei | Beta Code: fali/ptei |
μωραίνει, Hsch. φαλίσσομαι, (φαλός) Pass., to be white, Id. φάλκη, ἡ, bat, Id.; also = ὁ τῆς κόμης αὐχμός, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μωραίνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλός «μωρός». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί φαλίττει].