ἀκέντριστος

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέντριστος Medium diacritics: ἀκέντριστος Low diacritics: ακέντριστος Capitals: ΑΚΕΝΤΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akéntristos Transliteration B: akentristos Transliteration C: akentristos Beta Code: a)ke/ntristos

English (LSJ)

ἀκέντριστον, = ἀκέντητος (needing no goad, needing no spur, unpricked, flawless) 1, Hsch., EM 432.11.

Spanish (DGE)

-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.