ἀκέντριστος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκέντριστον, = ἀκέντητος (needing no goad, needing no spur, unpricked, flawless) 1, Hsch., EM 432.11.
Spanish (DGE)
-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.