γηγενέτης
English (LSJ)
γηγενέτου, ὁ, = γηγενής (earthborn, portentous, furious, indigenous), ἄργυρος Tim. Fr. 26 ; γίγας E. Ph. 128 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ nacido de la tierra, ἄργυρος Tim.25, γίγας E.Ph.128, δόμος E.Io 1466.
German (Pape)
[Seite 489] ὁ, = folgdm, Eur. Phoen. 130 Ion. 1465.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. γηγενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηγενέτης -ου [γῆ, γίγνομαι uit de aarde geboren.
Russian (Dvoretsky)
γηγενέτης: дор. γηγενέτας, ου adj. m Eur., Plut. = γηγενής.
Greek (Liddell-Scott)
γηγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Τιμόθ. Ἀποσπ. 10 Bgk., Εὐρ. Φοιν. 128.
Greek Monolingual
γηγενέτης
ο (Α)
ο γηγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + γενετής «γόνος, γιος» < γίγνομαι].