ἐρυθρόλευκος

From LSJ
Revision as of 09:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόλευκος Medium diacritics: ἐρυθρόλευκος Low diacritics: ερυθρόλευκος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: erythróleukos Transliteration B: erythroleukos Transliteration C: erythrolefkos Beta Code: e)ruqro/leukos

English (LSJ)

ἐρυθρόλευκον, reddish-white, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. φλογόλευκον.

German (Pape)

[Seite 1036] weißroth, Hesych. v. φλογόλευκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόλευκος: -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρυθρόλευκος, -ον)
1. αυτός του οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο
2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.