γογγρώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, like an excrescence, ἔκφυσις Hsch. s.v. γόγγρος.
Spanish (DGE)
-ες subst. ἡ γ. agalla del olivo, Hsch.s.u. γόγγρος.
German (Pape)
[Seite 500] ες, = γογγροειδής, Hesych.
Full diacritics: γογγρώδης | Medium diacritics: γογγρώδης | Low diacritics: γογγρώδης | Capitals: ΓΟΓΓΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: gongrṓdēs | Transliteration B: gongrōdēs | Transliteration C: goggrodis | Beta Code: goggrw/dhs |
ες, like an excrescence, ἔκφυσις Hsch. s.v. γόγγρος.
-ες subst. ἡ γ. agalla del olivo, Hsch.s.u. γόγγρος.
[Seite 500] ες, = γογγροειδής, Hesych.
γογγρώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με γόγγρο.