ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
Full diacritics: μεμορυχμένα | Medium diacritics: μεμορυχμένα | Low diacritics: μεμορυχμένα | Capitals: ΜΕΜΟΡΥΧΜΕΝΑ |
Transliteration A: memorychména | Transliteration B: memorychmena | Transliteration C: memorychmena | Beta Code: memoruxme/na |
μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.
μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».