πλουσιόχειρ
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, open-handed, Hsch. s.v. ὀμπνιόχειρ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουσιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μεγαλόδωρος, «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. ὀμπνιόχειρ.
Greek Monolingual
-ειρος, ὁ, ἡ, Α
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονόχειρ, ομπνιόχειρ].