ὀνοβρυχίς
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, a leguminous plant, cock's head, Onobrychis caput-galli, Dsc. 3.153, Gal.12.89.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοβρῠχίς: -ίδος, ἡ, πόα τις ἔχουσα «φύλλα ὅμοια φακῷ, μικρὸν μακρότερα, καυλὸν σπιθαμιαῖον, ἄνθος φοινικοῦν, μικρὰν ῥίζαν. Φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀργοῖς τόποις» Διοσκ. 3.170, Γαλην. 13.215, πιθαν. Hedysarum onobrychis L..