θηριόπληκτος
English (LSJ)
θηριόπληκτον, struck by a poisonous animal, Cat.Cod.Astr.8(4).150.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόπληκτος: -ον, πληγεὶς ὑπὸ θηρίων, Ἀνώνυμ. Cod. Par. 2256, fol. 556 ro.
Greek Monolingual
θηριόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατάπληκτος, κεραυνόπληκτος].