ἐνένωτο
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Full diacritics: ἐνένωτο | Medium diacritics: ἐνένωτο | Low diacritics: ενένωτο | Capitals: ΕΝΕΝΩΤΟ |
Transliteration A: enénōto | Transliteration B: enenōto | Transliteration C: enenoto | Beta Code: e)ne/nwto |
ἐνενη-νώκασι, Ion. for ἐνενόητο, -νοήκασι, v. νοέω.
ἐνένωτο: -νώκασι, Ἰων. ἀντὶ ἐνενόητο, -νοήκασι, ἴδε νοέω.
ἐνένωτο: Ιων. αντί ἐνενόητο, γʹ ενικ. υπερσ. του ἐννοέω.