νεκρωτικός
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
νεκρωτική, νεκρωτικόν, causing mortification, δύναμις Gal.11.752.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπονεκρῶν, ὁ δυνάμενος ἀπονεκροῦν, τινος Νεῖλ. 469Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεκρωτικός -ή, -όν) νεκρώ
αυτός που προκαλεί νέκρωση («τῇ νεκρωτικῇ τῶν παθῶν ἐνεργείᾳ», Θεόδ. Στουδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που νεκρώθηκε, που εμφανίζει σημεία νέκρωσης
2. φρ. «νεκρωτικά φάρμακα» — φάρμακα που, όταν έλθουν σε επαφή με ζωντανό ιστό του σώματος, προκαλούν αλλοιώσεις με τις οποίες επέρχεται νέκρωση τών κυττάρων.