νεκρωτικός

From LSJ

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρωτικός Medium diacritics: νεκρωτικός Low diacritics: νεκρωτικός Capitals: ΝΕΚΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nekrōtikós Transliteration B: nekrōtikos Transliteration C: nekrotikos Beta Code: nekrwtiko/s

English (LSJ)

νεκρωτική, νεκρωτικόν, causing mortification, δύναμις Gal.11.752.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπονεκρῶν, ὁ δυνάμενος ἀπονεκροῦν, τινος Νεῖλ. 469Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νεκρωτικός -ή, -όν) νεκρώ
αυτός που προκαλεί νέκρωση («τῇ νεκρωτικῇ τῶν παθῶν ἐνεργείᾳ», Θεόδ. Στουδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που νεκρώθηκε, που εμφανίζει σημεία νέκρωσης
2. φρ. «νεκρωτικά φάρμακα» — φάρμακα που, όταν έλθουν σε επαφή με ζωντανό ιστό του σώματος, προκαλούν αλλοιώσεις με τις οποίες επέρχεται νέκρωση τών κυττάρων.