δεκάστυλος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
δεκάστυλον, decastyle, with ten columns in front, Vitr.3.2.8.
Spanish (DGE)
-ον
arq. de diez columnas, hypaethros uero decastylos est in pronao et postico Vitr.3.2.8.
German (Pape)
[Seite 543] von zehn Säulen, Vitruv. 3, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάστῡλος: -ον, ἔχων δέκα κίονας ἔμπροσθεν, Βιτρούβ. 3. 2, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δεκάστυλος, -ον)
αυτός που έχει δέκα κίονες στην πρόσοψη.