γλυκυηχής
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
Dor. γλυκυααχής, ές, sweet-voiced, AP9.26 (Antip. Thess.).
German (Pape)
μύρτις, süß tönend, Antip.Thess. 23 (IX.26).
Russian (Dvoretsky)
γλυκυηχής: сладостно поющий, певучий (Μύρτις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠηχής: -ές, γλυκέως ἠχῶν, γλυκὺν παράγων ἦχον, Ἀνθ. Π. 9. 26.
Greek Monolingual
-ές
βλ. γλυκύηχος.
Greek Monotonic
γλῠκῠηχής: -ές (ἦχος), αυτός που ηχεί, ακούγεται γλυκά, σε Ανθ.