σημόθετος
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
σημόθετον, poet. σᾱμο-, placed as a mark, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).
Russian (Dvoretsky)
σημόθετος: дор. σᾱμόθετος 2 (раз)меченный (λεία Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.
Greek Monotonic
σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
σημό-θετος, ον,
having a mark set or affixed, Anth.