πόρνευσις
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
-εως, ἡ, = πόρνευμα (prostitution), Secund. Sent. 14.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορνεύω
η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία.